- γοργοδιαβαίνω
- περνώ γρήγορα από κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γοργοδιαβαίνω — περνώ γρήγορα: Τα χρόνια γοργοδιαβαίνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοργοπερνώ — ( άω) γοργοδιαβαίνω … Dictionary of Greek